- αθυρωτος
- ἀθύρωτοςἀ-θύρωτος2(ῠ) досл. незапирающийся, перен. неумолкающий
(στόμα Arph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(στόμα Arph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀθύρωτος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθύρωτος — η, ο (Α ἀθύρωτος, ον) [θυρώ] ο άθυρος … Dictionary of Greek
ἀθύρωτον — ἀθύρωτος masc/fem acc sg ἀθύρωτος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθυρώτοις — ἀθύρωτος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθυρώτου — ἀθύρωτος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθυρώτων — ἀθύρωτος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθυρώτῳ — ἀθύρωτος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθύρωτα — ἀθύρωτος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)